Μάριε, αλήθεια, πώς ήταν τα μαλλιά της μητέρας σου;
Η μητέρα μου έχει μια πολύ ωραία φυσιογνωμία, νομίζω. Έχει ωραία μαλλιά, πλούσια, καστανόξανθα.
Με γερή τρίχα;
Με πολύ γερή τρίχα. Είναι μετρίου αναστήματος. Φοράει συνήθως λινά, παλιά λινά, φούστες, ζακέτες λινές, μονόχρωμα τα πιο πολλά. Επίσης έχει μεγάλα, βαριά χέρια. Ο μπαμπάς μου έχει ζήσει πάρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα στη ζωή του. Είναι ξανθός, φοράει γυαλιά μυωπίας Mykita, έχει μικρή κοιλιά, είναι μετρίου αναστήματος και δεν έχει μούσια ή μουστάκι, είναι ξυρισμένο το πρόσωπό του. Χορεύει λίγο περίεργα, καθώς βάζει ένα αυστριακό στοιχείο στις κινήσεις του. Η μητέρα της μητέρας μου, η γιαγιά μου δηλαδή, λεγόταν Ελένη και ήταν από τη Μάδυτο της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας της μητέρας μου, ο παππούς μου δηλαδή, έστειλε τη μάνα μου –από την Έδεσσα όπου ζούσαν– στην Αυστρία, να σπουδάσει τοπογράφος.
Εκεί, στο Graz της Αυστρίας, η μητέρα μου γνώρισε τον Κλάους, που σπούδαζε μηχανολόγος μηχανικός. Ερωτεύτηκαν, η μητέρα μου παράτησε τις σπουδές της και γύρισαν στην Ελλάδα, καθώς έκαναν στον Κλάους μια πρόταση από τα εσώρουχα Triumph να αναλάβει το –παράρτημα λέγεται;– το παράρτημα που βρισκόταν στην Αθήνα. Όταν γύρισαν, η μητέρα μου έδωσε στην Καλών Τεχνών, πέρασε, αλλά αναγκάστηκε να τη διακόψει λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Κάνανε τρία παιδιά, τρία αγόρια, εγώ είμαι ο μικρότερος και γεννήθηκα στο μαιευτήριο «Μητέρα». Τον έναν μου αδερφό τον λένε Αλέξη και τον άλλο Μανώλη. Ο ένας τώρα είναι ψυχολόγος κι ο άλλος τραπεζίτης.
Λοιπόν, στο σπίτι όταν ήμασταν μικροί ακούγαμε πολλή κλασική μουσική. Οι Αυστριακοί συγγενείς μάς έκαναν συνέχεια δώρο βινύλια κλασικής μουσικής. Χόρευα πάρα πολύ, ήθελα να γίνω χορευτής, παρακαλούσα τον πατέρα μου να με πάει σε μια σχολή χορού. Μου άρεσε πολύ να χορεύω. Ερχόταν τότε η φίλη μου η Κορίνα από την Κηφισιά στο σπίτι μας στον Βύρωνα και χορεύαμε συνέχεια Τσαϊκόφσκι στο σαλόνι μαζί. Ένα καλοκαίρι που είχαμε πάει διακοπές στην Εύβοια, Αύγουστο, στα γενέθλια του πατέρα μου νομίζω, άρχισα να χορεύω στην πλατεία του χωριού έναν χορό που έμοιαζε με χορό της κοιλιάς και κάτι Τσιγγάνοι που περνούσαν τυχαία ενθουσιάστηκαν και ήθελαν να με πάρουν μαζί τους.
Ναι, μου άρεσε να χορεύω, αυτή είναι η αλήθεια. Τέλος πάντων, αφού πέρασε καιρός, μια Κυριακή, μόλις τελειώσαμε το μεσημεριανό φαγητό, μου είπε ο πατέρας μου να ετοιμαστώ για να πάμε με το αυτοκίνητο σε μια σχολή χορού, να γραφτώ. Δεν θυμάμαι καν πού πήγαμε, αλλά, όταν φτάσαμε στη σχολή, βγήκε μια κυρία στη ρεσεψιόν και αφού με κοίταξε μου είπε να κάνω κάποιες χορευτικές φιγούρες –δεν θυμάμαι ποιες– κι όταν τις έκανα, μου είπε πως δεν κάνω για χορευτής και πως το μπαλέτο δεν είναι για μένα, γιατί είμαι πολύ αδύνατος και δεν θα μπορώ να σηκώνω τα κοριτσάκια. Ύστερα φύγαμε και μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι η κυρία μάλλον είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα μου για να με αποθαρρύνει. Έτσι νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος παρ’ όλα αυτά.