Από αυτές είναι, λοιπόν. Από αυτές που υποφέρουν για την Τέχνη τους – ψυχικά, σωματικά, ψυχοσωματικά και ό,τι άλλο χωράει ανάμεσα. Με παρρησία περιγράφει στις συνεντεύξεις της τα βάσανα που ενίοτε της προκαλεί η ακριβοπληρωμένη υποκριτική. Δεν το έκανε πάντα. Τα τελευταία χρόνια η Νικόλ Κίντμαν έχει γίνει πιο αποκαλυπτική και φαίνεται να μιλάει περισσότερο από καρδιάς για θέματα δουλειάς, αλλά και για εκείνα που άπτονται προσωπικών υποθέσεων: γάμων (προηγούμενου και τωρινού), σχέσεων, παιδιών (υιοθετημένων και βιολογικών, αποξενωμένων και προσκολλημένων), υγείας, καθημερινών συνηθειών, φόβων και ανησυχιών.
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 25 χρόνια, από τότε που το Χόλιγουντ την ενέταξε γενναιόδωρα στην κατηγορία των καταξιωμένων του, για να αρχίσει το κοινό να νιώθει πως κάπως καταλαβαίνει τι είδους άνθρωπος είναι. Δεν μιλάμε φυσικά ότι μπορεί κανείς να ταυτιστεί μαζί της, διότι υπάρχουν συγκεκριμένα αντικειμενικά χαρακτηριστικά που καθιστούν την οποιαδήποτε ταύτιση απλώς αδύνατη. Αφενός η ξεχωριστή, ντελικάτη, πορσελάνινη ομορφιά της, αφετέρου το γεγονός ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της το έχει περάσει ούσα πάμπλουτη και αφόρητα διάσημη, την κάνουν να απέχει έτη φωτός από τον οποιονδήποτε μέσο όρο.