«Εσένα, παιδί μου, μια μέρα κάποιος θα σε ερωτευτεί, επειδή έχεις τύπο», ήταν τα λόγια –μαχαιριά στην καρδιά– της μαμάς μου, καθώς με παρατηρούσε να κοιτάζομαι στον καθρέφτη με διστακτικό καμάρι, κάνοντας συνδυασμούς μεταξωτών μαντιλιών – το Ολυμπιακό σπορ των παιδικών μου χρόνων. Πήγαινα στο Δημοτικό. Ήμουν αρκετά μεγάλη για να καταλάβω τι σήμαινε αυτό που μόλις είχα ακούσει και πολύ μικρή για να μπορέσω να θωρακίσω την αυτοπεποίθησή μου.
Μέχρι να ακούσω αυτόν τον διαβολικό μητρικό καθησυχασμό, δεν είχα καμία αμφιβολία ότι είμαι καταπληκτική. Περνούσα πολλές ώρες με το να ντύνομαι, να βάφομαι και να χορεύω μπροστά στον καθρέφτη, μαγεμένη. Πίστευα ότι είμαι όμορφη, γιατί αυτό που έβλεπα μου άρεσε, και το να με παρατηρώ μου προκαλούσε χαρά. Υπάρχει πιο αγνός, πιο απογυμνωμένος από στερεότυπα ορισμός της ομορφιάς; Φορούσα μακριές ρόμπες με δαντέλες, στόλιζα τα μαλλιά μου με κοσμήματα και απαιτούσα να βγω έτσι έξω, γιατί ένιωθα ότι ο κόσμος μού ανήκε. Φυσικά και έβλεπα ότι τα δόντια μου είχαν κενό, ότι η μύτη μου ήταν μεγάλη και ότι είχα μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, όμως ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι αυτό δεν ήταν όμορφο.
Το «κάποιος θα σε ερωτευτεί επειδή έχεις τύπο» το ξεκοκάλισα. Πιστεύω ότι έκανα περισσότερες ερωτήσεις επ’ αυτού και από τη φορά που έμαθα για το σεξ. Κάθε απάντηση κι ένα βήμα πιο πίσω: «Τι τύπο δηλαδή, μαμά;» «Να, σαν τη Μαρία Κάλλας». «Γιατί να με ερωτευτεί για τον τύπο;» «Μα, δεν είναι κακό, αγάπη μου. Το να έχεις τύπο είναι πιο σημαντικό από το να είσαι όμορφη». «Δεν είμαι όμορφη;» «Έχεις πολύ ιδιαίτερο τύπο».
Πόση δύναμη έχει το να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου! Πόσο μπορεί αυτό να σε απογειώσει ή να σε διαλύσει, όταν δεν έχεις βρει ακόμα το δικό σου σταθερό και αμετακίνητο έδαφος για να στηρίξεις τα πόδια σου. Και πόσο ύπουλο να συνδεθεί η αυτοπεποίθησή σου με το αν θα σε ερωτευτεί κάποιος, λες και είναι μια αναγνωρισμένη μονάδα μέτρησης της αξίας σου. Αυτό δεν το ξεκοκάλισα τότε. Τρύπωσε ύπουλα μέσα στο παιδικό μου υποσυνείδητο, σαν σαράκι του οποίου οι ζημιές άρχισαν να φαίνονται πολύ αργότερα.