Πάνω από οχτώ μήνες. Για ακρίβεια 250 μέρες. Έξι χιλιάδες ώρες. Αυτός είναι ο χρονικός προσδιορισμός που πλαισιώνει ποσοτικά το κομμάτι της ζωής που έχω περάσει σε αυστηρό social distancing. Η καραντίνα με βρήκε στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ -που για μήνες οι εφημερίδες απλώς ονόμαζαν Επίκεντρο- και μετά στην πολιτεία του Μίσιγκαν που καίγεται από κρούσματα, νεκρούς και πολιτικές αναταραχές από τους οπαδούς του Τραμπ και τους φανατικούς Ευαγγελιστές που νομίζουν ότι δεν χρειάζονται μάσκες γιατί τους προστατεύει η πίστη τους. Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες λεπτά από τη ζωή μου μπροστά σε άδεια ράφια σούπερ μάρκετ, κλειστά μουσεία, θέατρα και σινεμά, χρεοκοπημένα εστιατόρια, έρημα σχολεία και παιδικές χαρές, φίλες που δεν μπορώ ν’ αγκαλιάσω και μια οικογένεια μακριά που μου λείπει και την χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ, αλλά δεν μπορώ να ταξιδέψω για να τους το πω.
Δώδεκα εκατομμύρια κρούσματα στη χώρα που ζω και δύο παιδιά που με κοιτάνε πίσω από τις μάσκες τους, λίγο πιο ανήσυχα, λίγο πιο απορημένα με κάθε μέρα που περνάει και τους κρατάω μακριά από τους φίλους τους -”θυμηθείτε, ένας αλιγάτορας απόσταση πάντα μεταξύ σας”-, κάθε μέρα που το προαύλιο του σχολείου τους μένει άδειο, αφιλόξενο. Οι οθόνες τους προκαλούν πονοκέφαλο, παραπονέθηκαν προχθές, και το βρήκα ειρωνικό πόσο μαλώναμε παλιά για να κλείσουν τις οθόνες και ν’ αφήσουν κάτω τα τάμπλετς, και τώρα δεν αντέχουν άλλο, μειώνουν την φωτεινότητα και τρίβουν σφιγμένες γροθιές πάνω στα πρόσωπά τους.
Κάθε μήνα, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες μόνο στις ΗΠΑ αναγκάζονται να αφήσουν τις δουλειές τους, κυρίως για ν’ αναλάβουν την κατ’ οίκον εκπαίδευση των παιδιών, ένας αριθμός σχεδόν 8 φορές μεγαλύτερος από αυτό των ανδρών. Μέσος όρος ηλικίας; 35-45 χρονών δηλαδή τα χρόνια των μεγαλύτερων παραγωγών, προαγωγών και ιδεών. Εμείς είμαστε οι γυναίκες αυτές που εξαφανίζονται από το εργατικό δυναμικό σε μία νύχτα, όπως είμαστε και οι άλλες που παραμένουν και κρατιούνται με νύχια και με δόντια να τα βγάλουν πέρα με τον κίνδυνο της μόλυνσης, τις συνεδριάσεις σε zoom και τα στερεότυπα που χτυπάνε τον επαγγελματισμό και την εγκυρότητά μας κάθε φορά που ένας μικρός άνθρωπος κοιτάει με περιέργεια την οθόνη και βγάζει την γλώσσα σε πελάτες και προϊσταμένους.
Είμαστε οι γυναίκες που έχουμε ήδη χάσει πολλά, έχουμε βιώσει τις τεράστιες οικονομικές κρίσεις στις ηλικίες που θα έπρεπε να γιορτάζουμε επιτυχίες, αποχαιρετήσαμε τις πόλεις, τα όνειρα και εκείνες τις μεγάλες υποσχέσεις με τις οποίες μας μεγάλωσαν. Και τώρα γλιστράνε μέσα από τα χέρια μας όσα είχαμε κρατήσει με τρομερές προσπάθειες. Θέλουμε και μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά το μόνο που μας έμεινε να κάνουμε είναι να ακουγόμαστε σαν τους γιους μου όταν παίζουν με τα αυτοκινητάκια τους: ζουμ, ζουμ, ζουμ, ζοοοουμ.
Δεν είναι φοβερό λοιπόν να παραδεχτούμε ότι δυσκολευόμαστε πολύ. Καθημερινά. Στο inbox μας ένα σωρό emails πλαστού ενθουσιασμού και corporate γλώσσας με κενές υποσχέσεις για υποστήριξη και τα περίφημα “resources”, γύρω μας το διπολικό των άκρων, από το γκλίτερ στην απόγνωση, επικοινωνιακές πολιτικές και influencers, κι εμείς κάπου στη μέση, κάθε μέρα αναρωτιέμαι τι απ’ όλα αυτά θα με βοηθήσει πρακτικά όταν τα δυο μου παιδιά είναι στο πάτωμα και κλαίνε για χαζές αφορμές λόγω υπεραερισμού των μικρών εγκεφαλικών τους νεύρων από τις ώρες στα λάπτοπ του σχολείου, και εγώ θέλω να κλάψω μπροστά από το δικό μου λάπτοπ γιατί πρέπει να τελειώσω τη δουλειά μου πριν τους παρηγορήσω και ο σύντροφός μου είναι κλεισμένος σε ένα άλλο δωμάτιο και παραδίδει μαθήματα σε φοιτητές που κλείνουν τις κάμερες για να μην τους δει κανείς ότι κλαίνε από νεύρα και θυμό για όσα χάνουν.