Μαριλένα Παπακώστα: Για την Ελληνίδα που διαπρέπει στον χώρο του παγκόσμιου Gaming η ζωή είναι ένα video game εξολόθρευσης. Των στερεοτύπων.
Χαλάνδρι Αττικής. Αρχές δεκαετία ’90. Τέσσερα παιδιά γύρω από ένα Amiga. Τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Χωρίς να ξέρουν ότι το ένα από αυτά, κάποιες δεκαετίες αργότερα, θα συνεργάζεται με κολοσσούς του Gaming, θα έχει ψηφιστεί στα 100 πιο επιδραστικά άτομα του φύλου του στη βρετανική βιομηχανία, θα ψηφίζει στα BAFTA Games Awards, θα είναι μέντορας σε έναν παγκόσμιο μη κερδοσκοπικό οργανισμό που στοχεύει στην ισοπέδωση των διακρίσεων και θα έχει ήδη συμμετάσχει στη στρατηγική προβολής παιχνιδιών με εκατομμύρια φανατικούς «πιστούς». Χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι – μέσα σε έναν τόσο ανδροκρατούμενο χώρο – το παιδί αυτό θα είναι το κορίτσι της παρέας. Η ζωή της Μαριλένας Παπακώστα, άλλωστε, θα γινόταν εύκολα video game. Όπου στην τελευταία πίστα θα συναντούσε το τέρας των στερεοτύπων. Και θα το κέρδιζε.
Θάλασσα, φως. Και βιβλία. Αυτές είναι οι τρεις πρώτες λέξεις που μου έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτομαι την παιδική μου ηλικία. Τα Καλοκαίρια, μάθαινα κατάδυση από τον πατέρα μου, σκαρφάλωνα σε δέντρα, έπαιζα τοξοβολία, έφτιαχνα πύργους από βότσαλα. Τον Χειμώνα περίμενα τις Παρασκευές. Να πάμε στο σπίτι του θείου μου στο Χαλάνδρι για να παίξω video games με τα ξαδέρφια μου. Τέσσερα άτομα. Γύρω από ένα Amiga.
Ήμουν πάντα το μόνο κορίτσι στην παρέα και για πολλά χρόνια έπρεπε να παλεύω ενάντια στο ρεύμα: «αυτά τα παιχνίδια είναι για αγόρια», «πού τρέχεις στα δάση», «κατέβα από το πεύκο κορίτσι πράμα», «το σπαθί των Οιωνών είναι του ξαδέρφου σου». Ευτυχώς, σε αντίθεση με τους παππούδες μου που ήταν οι επιτηρητές των Καλοκαιριών, οι γονείς μου με έσπρωχναν να ασχοληθώ με ό,τι με ενδιέφερε. Ο πατέρας μου, βέβαια, είχε μερικές αμφιβολίες για το πόσο χρήσιμο ήταν το Dungeons and Dragons ή το να ξοδεύω το χαρτζιλίκι μου στο Street Fighter και στο Tetris. Μπορεί ακόμα να τις έχει.

Το Gaming ήταν οπωσδήποτε στοιχείο της ενηλικίωσης μου. Το σημαντικότερο ίσως. Δεν μπορώ να υπολογίσω τις ώρες που ξόδευα με τα ξαδέρφια μου προσπαθώντας να βρούμε λύσεις για υπέροχα adventure. Ατελείωτες. Περνούσαν οι εβδομάδες χωρίς καμία πρόοδο. Επιμέναμε και πάλι. Μην ξεχνάς ότι δεν υπήρχε Internet τότε. Οπότε σκεφτόμασταν λύσεις για γρίφους όλη την εβδομάδα και ανταλλάζαμε σημειώσεις την Παρασκευή. Οι φίλες μου έβγαιναν κι εγώ τους έλεγα ότι δεν μπορώ γιατί έχω να παίξω Monkey Island και Larry. Με κορόιδευαν. Σταμάτησα να τους λέω πώς περνούσα τις Παρασκευές μου και άρχισα να κάνω παρέα με αγόρια. Εκείνα πάλι με αντιμετώπιζαν σαν ένα υβρίδιο. Που αγαπούσε να εμποδίζει τα διαβολικά σχέδια του νεκροζώντανου πειρατή LeChuck, αλλά μισούσε το ποδόσφαιρο. Περίεργο υβρίδιο στα μάτια τους.
Δεν άλλαξαν πολλά μεγαλώνοντας. Στο πανεπιστήμιο οι συγκάτοικοί μου κι εγώ είχαμε τραβήξει καλώδιο σε όλο το σπίτι για να παίζουμε Civilisation 4 & Age of Empires 2 μέσω LAN. Ως το πρωί. Η θρυλική φράση «ένα παιχνίδι ακόμα» σήμαινε τρεις με τέσσερις ώρες. Το λιγότερο. Ένα βράδυ έπαιζα με τον συγκάτοικό μου Silent Hill. Μετά τα μεσάνυχτα, με τα φώτα σβηστά. Γνώριμο σκηνικό. Ο τρίτος μας συγκάτοικος είχε ξεχάσει τα κλειδιά του, απέτυχε να μας τραβήξει την προσοχή για να του ανοίξουμε και αναγκάστηκε να μπει από το παράθυρο της κουζίνας. Αργήσαμε να καταλάβουμε ποιος ήταν. Είχε προηγηθεί κανονική επίθεση στον υποψήφιο «διαρρήκτη». Τηγάνια, μπολ, ό,τι υπήρχε στο τραπέζι. Από εκείνη την ημέρα παίζαμε με τα φώτα αναμμένα.